- ὀψωνιασμός
- ὀψωνιασμόςfurnishing with provisionsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οψωνιασμός — ὀψωνιασμός, ὁ (Α) [οψωνιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων 2. οι ζωοτροφές και ο μισθός τού στρατεύματος … Dictionary of Greek
ὀψωνιασμοῦ — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμούς — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμῶν — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμόν — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψωνισμός — ὀψωνισμός, ὁ (ΑΜ) [οψωνίζω] (δ. γρφ.) οψωνιασμός* … Dictionary of Greek